- μίσθαρνος
- μίσθαρνοςwageearnermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίσθαρνος — η, ο (Α μίσθαρνος, ον) νεοελλ. αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασία αποβλέποντας μόνο στη χρηματική αμοιβή την οποία θα λάβει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και ιδίως αυτήν τού πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο τής… … Dictionary of Greek
μίσθαρνοι — μίσθαρνος wageearner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθάρνισσα — μισθάρνισσα, ἡ (ΜΑ) (θηλ. τού μίσθαρνος) [μίσθαρνος] μισθωτή υπηρέτρια … Dictionary of Greek
μισθάρνης — και μισθαρνής, ὁ (Α) αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος] … Dictionary of Greek
μισθαρνία — η (Α μισθαρνία) [μίσθαρνος] 1. εργασία με μισθό 2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού νεοελλ. σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού τού μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό… … Dictionary of Greek
μισθαρνικός — ή, ο (Α μισθαρνικός, ή, όν) [μίσθαρνος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία») … Dictionary of Greek
μισθαρνώ — (Α μισθαρνῶ, έω) [μίσθαρνος] 1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.) 2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος»,… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
ar-2 oder er- — ar 2 oder er English meaning: to distribute Deutsche Übersetzung: “zuteilen; (med.) an sich bringen” Grammatical information: with IE nu present Material: Av. ar (present ǝrǝnav , ǝrǝnv , preterit pass. ǝrǝnüvī) “ grant,… … Proto-Indo-European etymological dictionary